γλαγολιτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γλαγολιτικός < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική глаголъ (glagolŭ: μιλώ, σχηματίζω ρηματικό τύπο)
Επίθετο
[επεξεργασία]γλαγολιτικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στο Γλαγολιτικό αλφάβητο ή το γράμμα г ή έχει σχέση μ' αυτά
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλαγολιτικός