γλυκάδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλυκάδι τα γλυκάδια
      γενική του γλυκαδιού των γλυκαδιών
    αιτιατική το γλυκάδι τα γλυκάδια
     κλητική γλυκάδι γλυκάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αρνίσια γλυκάδια

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλυκάδι < μεσαιωνική ελληνική γλυκάδιν < (ελληνιστική κοινήγλυκάδιον < υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) γλυκύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλυκάδι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) το ξίδι (κατ’ ευφημισμόν)
  2. (γαστρονομία) (σε κρεατικά) το πάγκρεας, τα επινεφρίδια ή κάποιος αδένας του λαιμού ή της κοιλιακής χώρας με υπόλευκο χρώμα που, παραδοσιακά, θεωρείται νόστιμος μεζές

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]