γλυκόλαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλυκόλαλος < (ελληνιστική κοινή) γλυκόλαλος < γλυκύς + λάλος
Επίθετο[επεξεργασία]
γλυκόλαλος, -η, -ο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καλλίφωνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλυκόλαλος
|