γουνοποιία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουνοποιία οι γουνοποιίες
      γενική της γουνοποιίας
    αιτιατική τη γουνοποιία τις γουνοποιίες
     κλητική γουνοποιία γουνοποιίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γουνοποιία < γούνα + -ποιία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γουνοποιία θηλυκό

  1. η κατεργασία και εμπορία γουνοφόρων δερμάτων
  2. βιοτεχνικός και εμπορικός κλάδος επεξεργασίας γούνας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]