διάφανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διάφανος | η | διάφανη | το | διάφανο |
γενική | του | διάφανου | της | διάφανης | του | διάφανου |
αιτιατική | τον | διάφανο | τη | διάφανη | το | διάφανο |
κλητική | διάφανε | διάφανη | διάφανο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διάφανοι | οι | διάφανες | τα | διάφανα |
γενική | των | διάφανων | των | διάφανων | των | διάφανων |
αιτιατική | τους | διάφανους | τις | διάφανες | τα | διάφανα |
κλητική | διάφανοι | διάφανες | διάφανα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάφανος < διαφανής < αρχαία ελληνική διαφανής < διά + φαίνω
Επίθετο[επεξεργασία]
διάφανος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάφανος
|