διάχρυσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάχρυσος < ελληνιστική κοινή διάχρυσος < αρχαία ελληνική διά + χρυσός
Επίθετο[επεξεργασία]
διάχρυσος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που είναι στολισμένος με χρυσό
- (αρχαιοπρεπές) χρυσοΰφαντος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάχρυσος
|