διασωστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασωστικός η διασωστική το διασωστικό
      γενική του διασωστικού της διασωστικής του διασωστικού
    αιτιατική τον διασωστικό τη διασωστική το διασωστικό
     κλητική διασωστικέ διασωστική διασωστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασωστικοί οι διασωστικές τα διασωστικά
      γενική των διασωστικών των διασωστικών των διασωστικών
    αιτιατική τους διασωστικούς τις διασωστικές τα διασωστικά
     κλητική διασωστικοί διασωστικές διασωστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διασωστικός < (ελληνιστική κοινήδιασωστικός < αρχαία ελληνική διασῴζω < διά + σῴζω < σῶς + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.so.stiˈkos/ & /ðʝa.so.stiˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

διασωστικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]