διαφυλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαφυλικός < δια- + φύλο + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική intersex)
- διαφυλικός < δια- + φύλο + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική transgender)
- διαφυλικός < διαφυλία + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]διαφυλικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με τα δύο φύλα και τις μεταξύ τους σχέσεις ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (νεολογισμός) άλλη μορφή του διεμφυλικός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με τη διαφυλία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαφυλικός αρσενικό (θηλυκό διαφυλική)
- (νεολογισμός) αυτός που χαρακτηρίζεται από διαφυλία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που έχει σχέση με τα δύο φύλα και τις μεταξύ τους σχέσεις ή αναφέρεται σ’ αυτά
διεμφυλικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)