διαχειριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διαχειριστής | οι | διαχειριστές |
γενική | του | διαχειριστή & διαχειριστού |
των | διαχειριστών |
αιτιατική | τον | διαχειριστή | τους | διαχειριστές |
κλητική | διαχειριστή (διαχειριστά) |
διαχειριστές | ||
Οι δεύτεροι τύποι, σε επίσημο ή σε ειρωνικό ύφος. | ||||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαχειριστής < διαχειρίζομαι + -τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαχειριστής αρσενικό (θηλυκό: διαχειρίστρια)
- (επάγγελμα) αυτός που έχει την ευθύνη της διαχείρισης, οικονομικής ή άλλης
- διαχειριστής των επενδύσεων του ανήλικου ορίστηκε ο κ. Τάδε
- (σε πολυκατοικία) πρόσωπο που διαχειρίζεται τα κοινόχρηστα οικονομικά και συνήθως ταυτόχρονα φροντίζει για τη σωστή λειτουργία μιας πολυκατοικίας
- (πληροφορική) αυτός που υποστηρίζει, ρυθμίζει ένα σύστημα ή υποσύστημα (δίκτυο, βάση δεδομένων, κλπ.) πληροφορικής
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διαχειριστικά
- διαχειριστικός
- διαχειρίστρια
- → δείτε τις λέξεις διαχειρίζομαι και χέρι
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (πληροφορική) διαχειριστής αρχείων, διαχειριστής πακέτου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαχειριστής
|