διεμπλοκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
- διεμπλοκή < (διά) δι- + εμπλοκή
- για τη φυσική < (απόδοση) αγγλική entanglement όπως στον όρο quantum entanglement
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διεμπλοκή θηλυκό
- σύμπλεξη, περιπλοκή, περίπλεξη
- (κβαντική φυσική) κατάσταση δύο ή περισσότερων κβαντικών συστημάτων που είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους (με τρόπο που δεν μπορεί να εξηγηθεί από τα κλασικά φυσικά μοντέλα) τόσο ισχυρά, που ακόμη και αν τα συστήματα απομακρυνθούν πολύ, συνεχίζουν να είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- quantum entanglement στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διεμπλοκή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εμ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)