διπλογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διπλογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική digraphie < αρχαία ελληνική διπλοῦς + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διπλογραφία θηλυκό
- (λογιστική) μέθοδος τήρησης λογιστικών βιβλίων με διπλή καταγραφή των οικονομικών στοιχείων και πράξεων
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διπλογραφικός
- → δείτε τις λέξεις διπλός, δύο και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογιστική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)