δισταγμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δισταγμός < (ελληνιστική κοινή) < διστάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δισταγμός αρσενικό
- η αμφιβολία, η αμφιταλάντευση για τη λήψη απόφασης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δισταγμός