διψομανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διψομανής | η | διψομανής | το | διψομανές |
γενική | του | διψομανούς* | της | διψομανούς | του | διψομανούς |
αιτιατική | τον | διψομανή | τη | διψομανή | το | διψομανές |
κλητική | διψομανή(ς) | διψομανής | διψομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διψομανείς | οι | διψομανείς | τα | διψομανή |
γενική | των | διψομανών | των | διψομανών | των | διψομανών |
αιτιατική | τους | διψομανείς | τις | διψομανείς | τα | διψομανή |
κλητική | διψομανείς | διψομανείς | διψομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διψομανής, -ής, -ές
- αυτός που έχει μανία με τη δίψα, που διψάει συνεχώς
- ※ Ό διψομανής δέν προτιμά κατ' ανάγκην τά οίνοπνευματούχα ποτά, άλλα συχνά πίνει κάθε είδους υγρό, δπως τεράστιες ποσότητες νερού, γάλακτος κ.ά., καί καμιά φορά ουσίες μέ ναρκωτική δράση (Εγκυκλοπαίδεια Δομή)
- ※ Έκ φύσεως διψομανής, έπινα τρείς καί τέσσερις φορές πάνω από τά όρια της αντοχής μου (Σύνδρομο αγοραφοβίας, Εκδόσεις Καστανιώτη 1998)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διψομανής
|