δυσηλεκτραγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσηλεκτραγωγός < δυσ- + ηλεκτραγωγός (ηλεκτρ- + -αγωγός) [1]
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσηλεκτραγωγός, -ός / -ή, -ό
- (φυσική, ηλεκτρολογία) που είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ηλεκτρισμός, ήλεκτρο, αγωγός και άγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσηλεκτραγωγός
|
- ↑ δυσηλεκτραγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -η' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ενεργός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δυσ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ηλεκτρ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αγωγός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)