δυσηλεκτραγωγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσηλεκτραγωγός η δυσηλεκτραγωγός
δυσηλεκτραγωγή
το δυσηλεκτραγωγό
      γενική του δυσηλεκτραγωγού της δυσηλεκτραγωγού
δυσηλεκτραγωγής
του δυσηλεκτραγωγού
    αιτιατική τον δυσηλεκτραγωγό τη δυσηλεκτραγωγό
δυσηλεκτραγωγή
το δυσηλεκτραγωγό
     κλητική δυσηλεκτραγωγέ δυσηλεκτραγωγέ
δυσηλεκτραγωγή
δυσηλεκτραγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσηλεκτραγωγοί οι δυσηλεκτραγωγοί
δυσηλεκτραγωγές
τα δυσηλεκτραγωγά
      γενική των δυσηλεκτραγωγών των δυσηλεκτραγωγών των δυσηλεκτραγωγών
    αιτιατική τους δυσηλεκτραγωγούς τις δυσηλεκτραγωγούς
δυσηλεκτραγωγές
τα δυσηλεκτραγωγά
     κλητική δυσηλεκτραγωγοί δυσηλεκτραγωγοί
δυσηλεκτραγωγές
δυσηλεκτραγωγά
ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσηλεκτραγωγός < δυσ- + ηλεκτραγωγός (ηλεκτρ- + -αγωγός) [1]

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσηλεκτραγωγός, -ός / -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]