εθνεγερσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εθνεγερσία < (καθαρεύουσα) ἐθνεγερσία. Συγχρονικά αναλύεται σε έθνος + έγερση + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εθνεγερσία θηλυκό
- ο ξεσηκωμός, η επανάσταση ενός έθνους με σκοπό την απελευθέρωσή του
- ※ (καθαρεύουσα) Αι ειδήσεις δεν ήρχοντο μέχρις ημών ούτε τακτικώς ούτε ακριβώς, αλλ' έφθανεν όπως δήποτε έως των μυχών του Χανίου μας η αντήχησις των πρώτων εκείνων της εθνεγερσίας σεισμών. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας, Α (μεταγραφή σε μονοτονικό)
- ※ Αλλ'αι υποθέσεις αύται έλαβαν την αρχήν των ως επί το πολύ προ της εθνεγερσίας (Λουκάς Ράλλης, Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, 31 Οκτωβρίου 1828) (μεταγραφή σε μονοτονικό)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εθνεγερσία