εκκεντροφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκεντροφόρος < έκκεντρ(ο) + -ο- + -φόρος
Επίθετο[επεξεργασία]
εκκεντροφόρος, α, -ο
- που φέρει έκκεντρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκκεντροφόρος αρσενικό
- εξάρτημα της μηχανής του αυτοκινήτου, ο άξονας της μηχανής εσωτερικής καύσης στον οποίο βρίσκονται τα έκκεντρα που ανοιγοκλείνουν τις βαλβίδες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκκεντροφόρος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ήπειρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)