εκποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
εκποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκποιημένος
|