ελλιμενισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελλιμενισμένος η ελλιμενισμένη το ελλιμενισμένο
      γενική του ελλιμενισμένου της ελλιμενισμένης του ελλιμενισμένου
    αιτιατική τον ελλιμενισμένο την ελλιμενισμένη το ελλιμενισμένο
     κλητική ελλιμενισμένε ελλιμενισμένη ελλιμενισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελλιμενισμένοι οι ελλιμενισμένες τα ελλιμενισμένα
      γενική των ελλιμενισμένων των ελλιμενισμένων των ελλιμενισμένων
    αιτιατική τους ελλιμενισμένους τις ελλιμενισμένες τα ελλιμενισμένα
     κλητική ελλιμενισμένοι ελλιμενισμένες ελλιμενισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

ελλιμενισμένος

Πηγές[επεξεργασία]

  • ελλιμενισμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]