εμβροχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμβροχή | οι | εμβροχές |
γενική | της | εμβροχής | των | εμβροχών |
αιτιατική | την | εμβροχή | τις | εμβροχές |
κλητική | εμβροχή | εμβροχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμβροχή < ελληνιστική κοινή ἐμβροχή < ἐμβρέχω < ἐν + αρχαία ελληνική βρέχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμβροχή θηλυκό
- εμπότιση, βρέξιμο ως το εσωτερικό
- μέθοδος αποσκλήρυνσης με βύθιση σε υγρό
- (ειδικότερα) ειδική μέθοδος για την εκχύλιση βοτάνων, βυθίζοντάς τα σε κάποιο υγρό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμβροχή