εμπειρογνώμονας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εμπειρογνώμονας οι εμπειρογνώμονες
      γενική του
του/της
εμπειρογνώμονα
εμπειρογνώμονος
των εμπειρογνωμόνων
    αιτιατική τον/την εμπειρογνώμονα τους/τις εμπειρογνώμονες
     κλητική εμπειρογνώμονα εμπειρογνώμονες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπειρογνώμονας < εμπειρογνώμ(ων) + -ονας [1] → δείτε τις λέξεις έμπειρος και γνώμη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /em.bi.ɾoˈɣno.mo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐μπει‐ρο‐γνώ‐μων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εμπειρογνώμονας αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις έμπειρος και γνώμη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]