εναρμόνιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εναρμόνιση | οι | εναρμονίσεις |
γενική | της | εναρμόνισης* | των | εναρμονίσεων |
αιτιατική | την | εναρμόνιση | τις | εναρμονίσεις |
κλητική | εναρμόνιση | εναρμονίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εναρμονίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εναρμόνιση < εναρμονίζω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εναρμόνιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εναρμονίζω
- (μουσική) η προσαρμογή σε μουσική αρμονία κάποιας μελωδίας
- (μεταφορικά) η προσπάθεια να επιφέρουμε αρμονία και να άρουμε τις αντιθέσεις ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εναρμονίζω και αρμονία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εναρμόνιση