εναρμόνιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εναρμόνιση οι εναρμονίσεις
      γενική της εναρμόνισης* των εναρμονίσεων
    αιτιατική την εναρμόνιση τις εναρμονίσεις
     κλητική εναρμόνιση εναρμονίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εναρμονίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εναρμόνιση < εναρμονίζω + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εναρμόνιση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]