εξαγγλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξαγγλισμός οι εξαγγλισμοί
      γενική του εξαγγλισμού των εξαγγλισμών
    αιτιατική τον εξαγγλισμό τους εξαγγλισμούς
     κλητική εξαγγλισμέ εξαγγλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξαγγλισμός < εξαγγλίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική anglicisation)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εξαγγλισμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]