εξιτήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξιτήριος < (ελληνιστική κοινή) ἐξιτήριος < ἔξειμι < εἶμι
Επίθετο[επεξεργασία]
εξιτήριος, -α, -ο
- που έχει σχέση με την έξοδο, αναφέρεται σ’ αυτή ή γίνεται κατά την έξοδο
- (ουσιαστικοποιημένο) εξιτήριο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξιτήριος
|