επίμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίμετρο < ελληνιστική κοινή ἐπίμετρον < αρχαία ελληνική ἐπί + μέτρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίμετρο ουδέτερο
- το προστιθέμενο ως συμπλήρωμα, επιπροσθέτως, το επιπλέον
- το ειδικό κεφάλαιο που μπαίνει ως συμπλήρωμα στο τέλος ενός βιβλίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίμετρο
|