επιδερμίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδερμίδα < αρχαία ελληνική ἐπιδερμίς < ἐπί + δέρμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδερμίδα θηλυκό
- το εξωτερικό μέρος του δέρματος