επιδομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιδομή | οι | επιδομές |
γενική | της | επιδομής | των | επιδομών |
αιτιατική | την | επιδομή | τις | επιδομές |
κλητική | επιδομή | επιδομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιδομή < επι- + δομή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική superstructure)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιδομή θηλυκό
- ό,τι κτίζεται πάνω από άλλο προϋπάρχον κτίσμα ή θεμέλια
- (ειδικότερα) η σιδηροδρομική γραμμή καθώς και τα τεχνικά και χωματουργικά έργα που είναι απαραίτητα για το στρώσιμό της
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιδομή