επιδομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιδομή οι επιδομές
      γενική της επιδομής των επιδομών
    αιτιατική την επιδομή τις επιδομές
     κλητική επιδομή επιδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιδομή < επι- + δομή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική superstructure)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιδομή θηλυκό

  1. ό,τι κτίζεται πάνω από άλλο προϋπάρχον κτίσμα ή θεμέλια
     συνώνυμα: εποικοδομή
  2. (ειδικότερα) η σιδηροδρομική γραμμή καθώς και τα τεχνικά και χωματουργικά έργα που είναι απαραίτητα για το στρώσιμό της

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]