προϋπάρχων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προϋπάρχων & προϋπάρχοντας |
η | προϋπάρχουσα | το | προϋπάρχον |
γενική | του | προϋπάρχοντος & προϋπάρχοντα |
της | προϋπάρχουσας & προϋπαρχούσης* |
του | προϋπάρχοντος |
αιτιατική | τον | προϋπάρχοντα | την | προϋπάρχουσα | το | προϋπάρχον |
κλητική | προϋπάρχων & προϋπάρχοντα |
προϋπάρχουσα | προϋπάρχον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προϋπάρχοντες | οι | προϋπάρχουσες | τα | προϋπάρχοντα |
γενική | των | προϋπαρχόντων | των | προϋπαρχουσών | των | προϋπαρχόντων |
αιτιατική | τους | προϋπάρχοντες | τις | προϋπάρχουσες | τα | προϋπάρχοντα |
κλητική | προϋπάρχοντες | προϋπάρχουσες | προϋπάρχοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προϋπάρχων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προϋπάρχω (αρχαία ελληνική)
Μετοχή[επεξεργασία]
προϋπάρχων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) που προϋπάρχει
- άλλες μορφές: προϋπάρχοντας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προϋπάρχων