επιλάθευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επαλήθευση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιλάθευση οι επιλαθεύσεις
      γενική της επιλάθευσης* των επιλαθεύσεων
    αιτιατική την επιλάθευση τις επιλαθεύσεις
     κλητική επιλάθευση επιλαθεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιλαθεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιλάθευση < επι- + λαθεύω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική falsification)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιλάθευση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]