εσχάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐσχάρα, σχάρα, σκάρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εσχάρα οι εσχάρες
      γενική της εσχάρας
    αιτιατική την εσχάρα τις εσχάρες
     κλητική εσχάρα εσχάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εσχάρα < αρχαία ελληνική ἐσχάρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εσχάρα θηλυκό

  1. (ναυπηγικός όρος) ειδική κλίνη για τη ναυπήγηση ή επισκευή πλοίων
     συνώνυμα: σκαρί, σκάρα
  2. (αρχαιολογία) ειδική κατασκευή στο έδαφος που χρησίμευε για τη θυσία
  3. (ιατρική) οι ξεραμένοι ιστοί (κρούστα) που εμφανίζονται σε πληγή μετά από λίγο καιρό
  4. (λόγιο) άλλη μορφή του σχάρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]