εσχάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εσχάρα | οι | εσχάρες |
γενική | της | εσχάρας | — | |
αιτιατική | την | εσχάρα | τις | εσχάρες |
κλητική | εσχάρα | εσχάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσχάρα < αρχαία ελληνική ἐσχάρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εσχάρα θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος) ειδική κλίνη για τη ναυπήγηση ή επισκευή πλοίων
- (αρχαιολογία) ειδική κατασκευή στο έδαφος που χρησίμευε για τη θυσία
- (ιατρική) οι ξεραμένοι ιστοί (κρούστα) που εμφανίζονται σε πληγή μετά από λίγο καιρό
- (λόγιο) άλλη μορφή του σχάρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εσχάρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)