ετεροσκεδαστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετεροσκεδαστικότητα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική heteroscedasticity < αρχαία ελληνική ἕτερος + σκεδάννυμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετεροσκεδαστικότητα θηλυκό
- (μαθηματικά, στατιστική) ακολουθία ή διάνυσμα από τυχαίες μεταβλητές οι οποίες έχουν διαφορετική διακύμανση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ετεροσκεδαστικά
- ετεροσκεδαστικός
- → δείτε τις λέξεις έτερος και διασκεδάζω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετεροσκεδαστικότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)