ετερόσημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετερόσημος < ετερο-/έτερος + σημαίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
ετερόσημος, -η, -ο
- (μαθηματικά) που έχει διαφορετικό πρόσημο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετερόσημος
|