ευάρμοστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευάρμοστος < αρχαία ελληνική εὐάρμοστος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευάρμοστος
- καλά συναρμοσμένος
- ※ Ένα ανορθόγραφο ραβασάκι δεν είναι το ευάρμοστο τέλος ενός, ας είναι και παιδιάτικου ειδυλλίου που παιζόταν τρεις μήνες. (Κωστής Παλαμάς Παθήματα δικαστικού [διήγημα])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευάρμοστος
|