ευάρμοστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐάρμοστος, εφαρμοστός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευάρμοστος η ευάρμοστη το ευάρμοστο
      γενική του ευάρμοστου της ευάρμοστης του ευάρμοστου
    αιτιατική τον ευάρμοστο την ευάρμοστη το ευάρμοστο
     κλητική ευάρμοστε ευάρμοστη ευάρμοστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευάρμοστοι οι ευάρμοστες τα ευάρμοστα
      γενική των ευάρμοστων των ευάρμοστων των ευάρμοστων
    αιτιατική τους ευάρμοστους τις ευάρμοστες τα ευάρμοστα
     κλητική ευάρμοστοι ευάρμοστες ευάρμοστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευάρμοστος < αρχαία ελληνική εὐάρμοστος

Επίθετο[επεξεργασία]

ευάρμοστος

  • καλά συναρμοσμένος
    ※  Ένα ανορθόγραφο ραβασάκι δεν είναι το ευάρμοστο τέλος ενός, ας είναι και παιδιάτικου ειδυλλίου που παιζόταν τρεις μήνες. (Κωστής Παλαμάς Παθήματα δικαστικού [διήγημα])

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]