ευρωστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευρωστία < αρχαία ελληνική εὐρωστία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευρωστία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευρωστία
ευρωστία θηλυκό