ηχομπάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηχομπάρα θηλυκό
- (νεολογισμός, τεχνολογία) ηχείο σε μορφή οριζόντιας ράβδου (μπάρας), που περιέχει διάφορα μεγάφωνα, το οποίο έχει χρήση υποκατάστατου ενός στερεοφωνικού ή πολυκάναλου συστήματος ηχείων και συνήθως τοποθετείται μπροστά από τηλεόραση ή οθόνη (κατά κανόνα συνοδεύεται ή συνδυάζεται με σαμπγούφερ)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηχομπάρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)