θερμομόρφωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμομόρφωση οι θερμομορφώσεις
      γενική της θερμομόρφωσης* των θερμομορφώσεων
    αιτιατική τη θερμομόρφωση τις θερμομορφώσεις
     κλητική θερμομόρφωση θερμομορφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμομορφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θερμομόρφωση < θερμο- + μόρφωση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thermoforming

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θερμομόρφωση θηλυκό

  1. τεχνική και διαδικασία μετατροπής, με τη συνδρομή της θερμότητας, ενός φύλλου πλαστικού σε διάφορα σχήματα που θέλουμε να του δώσουμε
  2. (βοτανική) η διαμόρφωση κάποιων χαρακτηριστικών των φυτών εξαιτίας της (υψηλής ή χαμηλής) θερμοκρασίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]