θηλυγονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θηλυγονία < αρχαία ελληνική θηλυγονία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θηλυγονία θηλυκό
- (λόγιο) γέννηση θηλυκών απογόνων
- ※ Οι άλλοι Κομνηνοί στη Λακωνική και Κορσική προέρχονται από θηλυγονία και διέδιδαν επίτηδες ότι κατάγονταν από κάποιο γιο του Δαβίδ Β' Νικηφόρου που είναι άγνωστος στην ιστορία (Αρχείον Θράκης, τόμος 32-33, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, 1966, σελ. 375)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- θηλυγονικός
- → δείτε τις λέξεις θήλυς και γίνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θηλυγονία < θῆλυς + -γονία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θηλυγονία θηλυκό
- γέννηση θηλυκών απογόνων
- ※ ότι ένεστι και εν τη γυναικί και εν τώ ανδρί και κουρογονίη και θηλυγονίη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- θηλυγονία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επέκταση (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γονία (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)