ιδιοσυγκρασιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιοσυγκρασιακός < ιδιοσυγκρασία + -ακός < (ελληνιστική κοινή) ἰδιοσυγκρασία
Επίθετο[επεξεργασία]
ιδιοσυγκρασιακός, -ή, -ό
- που έχει έναν ιδιαίτερο δικό του τρόπο αντίδρασης σε εξωτερικές ή εσωτερικές επιδράσεις
- Ο ιδιοσυγκρασιακός τραγουδοποιός μάς έχει συνηθίσει σε εκπλήξεις και εμπνεύσεις. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ιδιοσυγκρασία
- → δείτε τις λέξεις ίδιος, συν και κράση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιοσυγκρασιακός