κάδη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καδή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάδη οι κάδες
      γενική της κάδης των (καδών)
    αιτιατική την κάδη τις κάδες
     κλητική κάδη κάδες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάδη < ίσως οι κάδοι < πληθυντικός αριθμός του κάδος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈka.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐δη
ομόηχο: κάδοι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάδη θηλυκό

  1. ένα μεγάλο βαρέλι ανοικτό από πάνω όπου πατούν τα σταφύλια για να βγει ο μούστος
  2. ένα μεγάλο δοχείο όπου χτυπούν το γάλα για να φτιάξουν βούτυρο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]