καλοφαγάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.lo.faˈɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐φα‐γάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλοφαγάς αρσενικό (θηλυκό καλοφαγού)
- αυτός που τρώει καλά, αριστοκρατικά, που του αρέσουν τα εκλεκτά εδέσματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καλοφαγάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας