καρπικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρπικός η καρπική το καρπικό
      γενική του καρπικού της καρπικής του καρπικού
    αιτιατική τον καρπικό την καρπική το καρπικό
     κλητική καρπικέ καρπική καρπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρπικοί οι καρπικές τα καρπικά
      γενική των καρπικών των καρπικών των καρπικών
    αιτιατική τους καρπικούς τις καρπικές τα καρπικά
     κλητική καρπικοί καρπικές καρπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρπικός < καρπός + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

καρπικός

  1. (ανατομία) που έχει σχέση με τον καρπό (του χεριού) ή αναφέρεται σ’ αυτόν
    άλλες μορφές: καρπιαίος
  2. (βοτανική) που έχει σχέση με τον καρπό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
    1. (ουσιαστικοποιημένο) καρπικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]