καρπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καρπικός | η | καρπική | το | καρπικό |
γενική | του | καρπικού | της | καρπικής | του | καρπικού |
αιτιατική | τον | καρπικό | την | καρπική | το | καρπικό |
κλητική | καρπικέ | καρπική | καρπικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καρπικοί | οι | καρπικές | τα | καρπικά |
γενική | των | καρπικών | των | καρπικών | των | καρπικών |
αιτιατική | τους | καρπικούς | τις | καρπικές | τα | καρπικά |
κλητική | καρπικοί | καρπικές | καρπικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καρπικός
- (ανατομία) που έχει σχέση με τον καρπό (του χεριού) ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- άλλες μορφές: καρπιαίος
- (βοτανική) που έχει σχέση με τον καρπό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καρπός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανατομία
|
βοτανική
|
Πηγές[επεξεργασία]
- καρπικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καρπικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- καρπικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)