κατάπρυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κατάπρυμος
- (ναυτικός όρος) (για άνεμο κ.ά.) που κατευθύνεται από την πρύμνη ή από την πλευρά αυτή του πλοίου προς το υπόλοιπο πλοίο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατάπρυμος
|