κατσούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατσούλα | οι | κατσούλες |
γενική | της | κατσούλας | — | |
αιτιατική | την | κατσούλα | τις | κατσούλες |
κλητική | κατσούλα | κατσούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατσούλα< (άμεσο δάνειο) αλβανική kaçule / kësulë < λατινική casula (μανδύας με κουκούλα), υποκοριστικό του casa (καλύβα, εξοχικό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ket- (καλύβα, παράπηγμα)
- για τη «γάτα» < κατσ(ούλι) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα < μεσαιωνική ελληνική κατσούλι (γατάκι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατσούλα θηλυκό (ιδιωματικό)
- η κουκούλα
- λοφίο στην κεφαλή πουλιού
- (παρωχημένο) οροφή άμαξας
- η γατούλα
- άλλες μορφές: κατσούλι
- η ομίχλη
- έχει κατσούλα το βουνό
- η κεφαλή χταποδιού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούλα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)