κιννάβαρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιννάβαρι | ||
γενική | του | κινναβάρεως | ||
αιτιατική | το | κιννάβαρι | ||
κλητική | κιννάβαρι | |||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιννάβαρι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κιννάβαρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιννάβαρι ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κιννάβαρι
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κιννᾰβᾰρῐ- κιννᾰβᾰρε- | |||||
ονομαστική | τὸ | κιννάβαρῐ | τὰ | κινναβάρη & κινναβάρεᾰ | |
γενική | τοῦ | κινναβάρεως | τῶν | κινναβάρεων | |
δοτική | τῷ | κινναβάρει | τοῖς | κινναβάρεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | κιννάβαρῐ | τὰ | κινναβάρη & κινναβάρεᾰ | |
κλητική ὦ! | κιννάβαρῐ | κινναβάρη & κινναβάρεᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κινναβάρει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κινναβαρέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'σίναπι' όπως «σίναπι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κιννάβαρι < δάνειο ανατολικής προέλευσης [1] (πβ. αραβική زنجفر (zinjafr), περσική شنگرف (šangarf) < αρχαία περσική 𐎿𐎡𐎣𐎲𐎽𐎢𐏁 (s-i-k-b-ru-u-š / sinkabruš))
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κιννάβαρι, -εως ουδέτερο
- (ορυκτολογία) κιννάβαρι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- αίμα κάποιου δράκου κατά κάποιες δοξασίες
- (ελληνιστική σημασία , φυτό_ συνώνυμο του ἐρυθρόδανον, ή ἐρευθέδανον, η μανόλια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- κιννάβαρις αρσενικό
- τεγγάβαρι ουδέτερο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές[επεξεργασία]
- κιννάβαρι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από ανατολικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σίναπι' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίναπι' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια από ανατολικές γλώσσες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από ανατολικές γλώσσες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ορυκτολογία (αρχαία ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Φυτά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)