κοκκινιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κοκκινιά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκκινιά οι κοκκινιές
      γενική της κοκκινιάς των κοκκινιών
    αιτιατική την κοκκινιά τις κοκκινιές
     κλητική κοκκινιά κοκκινιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκκινιά < κόκκιν(ος) + -ιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.ciˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοκ‐κι‐νιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκκινιά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]