κομοδίνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομοδίνο τα κομοδίνα
      γενική του κομοδίνου των κομοδίνων
    αιτιατική το κομοδίνο τα κομοδίνα
     κλητική κομοδίνο κομοδίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομοδίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική comodino < υποκοριστικό του comode [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομοδίνο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]