κτηνιατρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κτηνιατρικός < κτηνίατρος
Επίθετο
[επεξεργασία]κτηνιατρικός
- που αναφέρεται στον κτηνίατρο και την επιστήμη του
- ※ ότι οι εθνικές κτηνιατρικές υπηρεσίες έχουν αναλάβει την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη, με τηλεγράφημα, τηλετυπία ή τηλεφωτοτυπία, εντός 24 ορών, την επιβεβαίωση της εμφάνισης οποιασδήποτε μολυσματικής ή μεταδοτικής νόσου των ιπποειδών των πινάκων Α και Β του αρμόδιου κτηνιατρικού οργανισμού (93/195/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 2ας Φεβρουαρίου 1993 για τους υγειονομικούς όρους και την υγειονομική πιστοποίηση που απαιτούνται για την επανείσοδο εγγεγραμμένων ίππων προοριζόμενων για ιπποδρομίες, διαγωνισμούς και πολιτιστικές εκδηλώσεις μετά από προσωρινή εξαγωγή [1])
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κτηνιατρικός