ιπποειδής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιπποειδής η ιπποειδής το ιπποειδές
      γενική του ιπποειδούς* της ιπποειδούς του ιπποειδούς
    αιτιατική τον ιπποειδή την ιπποειδή το ιπποειδές
     κλητική ιπποειδή(ς) ιπποειδής ιπποειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιπποειδείς οι ιπποειδείς τα ιπποειδή
      γενική των ιπποειδών των ιπποειδών των ιπποειδών
    αιτιατική τους ιπποειδείς τις ιπποειδείς τα ιπποειδή
     κλητική ιπποειδείς ιπποειδείς ιπποειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιπποειδής < ιππο- + -ειδής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.po.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιπ‐πο‐ει‐δής

Επίθετο[επεξεργασία]

ιπποειδής, -ής, -ές

  1. που μοιάζει με άλογο
  2. (ζωολογία) οικογένεια μαστοφόρων θηλαστικών
    ※  Η πολύ κοπιαστική εργασία των ιπποειδών είναι μια εικόνα που συναντάται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, με ιδιαίτερη ένταση τους καλοκαιρινούς μήνες.
    Τριανταφύλλου, Δήμητρα (7 Ιουλίου 2023), Ιπποειδή εργασίας: Δουλεύουν σκληρά, αλλά δεν προστατεύονται, Η Καθημερινή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]