λαβομάνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαβομάνο τα λαβομάνα
      γενική του λαβομάνου των λαβομάνων
    αιτιατική το λαβομάνο τα λαβομάνα
     κλητική λαβομάνο λαβομάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαβομάνο < ιταλική lavamano < lavare ( < λατινική lavo, πλένω) + mano ( < λατινική manus, χέρι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαβομάνο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) o νιπτήρας
  2. (παρωχημένο) χαμηλό έπιπλο με βαθούλωμα στο οποίο τοποθετούσαν μία λεκάνη και δίπλα της μία κανάτα με νερό, για να πλύνει κάποιος το πρόσωπό του και τα χέρια του