λαβομάνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λαβομάνο | τα | λαβομάνα |
γενική | του | λαβομάνου | των | λαβομάνων |
αιτιατική | το | λαβομάνο | τα | λαβομάνα |
κλητική | λαβομάνο | λαβομάνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαβομάνο ουδέτερο
- (παρωχημένο) o νιπτήρας
- (παρωχημένο) χαμηλό έπιπλο με βαθούλωμα στο οποίο τοποθετούσαν μία λεκάνη και δίπλα της μία κανάτα με νερό, για να πλύνει κάποιος το πρόσωπό του και τα χέρια του