λαβωματιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαβωματιά οι λαβωματιές
      γενική της λαβωματιάς των λαβωματιών
    αιτιατική τη λαβωματιά τις λαβωματιές
     κλητική λαβωματιά λαβωματιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λαβωματιά < μεσαιωνική ελληνική λαβωματία < λάβωμα (γενική λαβώματ-ος) + -ία < λαβώνω < αρχ. ελλ. λωβάομαι < λώβη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.vo.maˈtça/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λαβωματιά θηλυκό

  • το αποτέλεσμα του λαβώνω, το τραύμα που προκλήθηκε από πυροβόλο ή άλλο όπλο, π.χ. μαχαίρι
    Μά τές πολλές λαβωματιές πού μὄφαγαν τά στήθια.. (Διον. Σολωμός, Ο Κρητικός)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]