λεπτουργικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτουργικός η λεπτουργική το λεπτουργικό
      γενική του λεπτουργικού της λεπτουργικής του λεπτουργικού
    αιτιατική τον λεπτουργικό τη λεπτουργική το λεπτουργικό
     κλητική λεπτουργικέ λεπτουργική λεπτουργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτουργικοί οι λεπτουργικές τα λεπτουργικά
      γενική των λεπτουργικών των λεπτουργικών των λεπτουργικών
    αιτιατική τους λεπτουργικούς τις λεπτουργικές τα λεπτουργικά
     κλητική λεπτουργικοί λεπτουργικές λεπτουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεπτουργικός < λεπτουργία / λεπτουργός + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

λεπτουργικός

  1. (λόγιο) που έχει σχέση με τη λεπτουργία ή τον λεπτουργό ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. που έχει κατασκευαστεί ή τον έχουν επεξεργαστεί με λεπτουργία
  3. (ουσιαστικοποιημένο) λεπτουργική

Μεταφράσεις[επεξεργασία]